υποβάθμιση

υποβάθμιση
η, Ν [υποβαθμίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποβαθμίζω (α. «υποβάθμιση τής σημασίας τών δημοτικών εκλογών» β. «συνεχής υποβάθμιση τών καλλιεργούμενων εδαφών» γ. «η περαιτέρω υποβάθμιση τού περιβάλλοντος ισοδυναμεί με καταστροφή»)
2. φρ. «υποβάθμιση ενέργειας»
φυσ. η προοδευτική μείωση τής ικανότητας για παραγωγή έργου τής ενέργειας που υφίσταται διαδοχικές μετατροπές σε ένα κλειστό σύστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερημοποίηση — Διεργασία που έχει άμεση σχέση με την υποβάθμιση των εδαφών λόγω της διάβρωσης. Το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UNEP) ορίζει ως ε. «την υποβάθμιση της γης σε άνυδρες, ημιάνυδρες και ξηρές με χαμηλή υγρασία περιοχές λόγω… …   Dictionary of Greek

  • υποβιβασμός — ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ [υποβιβάζω] νεοελλ. μσν. η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση») 2 …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Bologna process — The purpose of the Bologna process (or Bologna accords) is to create the European higher education area by making academic degree standards and quality assurance standards more comparable and compatible throughout Europe, in particular under the… …   Wikipedia

  • αναβάθμιση — η 1. ανέβασμα τής στάθμης, του επιπέδου 2. εξύψωση, βελτίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβάθμιση*] …   Dictionary of Greek

  • αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] …   Dictionary of Greek

  • ηχορρύπανση — η οικολ. νεολογισμός που χαρακτηρίζει την υποβάθμιση τού φυσικού περιβάλλοντος στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία λόγω υπερβολικού θορύβου από μηχανές, εργοστάσια, αεροπλάνα αυτοκίνητα κ.λπ., ο οποίος μετριέται σε λογαριθμικές μονάδες ντεσιμπέλ.… …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • προλεταριοποίηση — η, Ν η κοινωνική υποβάθμιση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας από μια ανώτερη κοινωνική τάξη και η ένταξή τους στην τάξη τού προλεταριάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλετάριος + ποίηση (< ποιώ), απόδοση τού γαλλ. proletarisation] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”